φθαλικός

φθαλικός
-ή, -ό, Ν
φρ. α) «φθαλικό οξύ»
χημ. μονοκυκλική οργανική ένωση, δικαρβονικό αρωματικό οξύ το οποίο απαντά υπό τρεις ισομερείς μορφές, το ορθοφθαλικό οξύ ή απλώς φθαλικό οξύ, το μεταφθαλικό οξύ ή ισοφθαλικό οξύ και το παραφθαλικό οξύ ή τερεφθαλικό οξύ
β) «φθαλικός διαλλυλεστέρας»
χημ. οργανική ένωση, εστέρας τής αλλυλικής αλκοόλης και τού φθαλικού οξέος·γ) «φθαλικός διφαινυλεστέρας»
χημ. οργανική αρωματική ένωση, διεστέρας τού φθαλικού οξέος με τη φαινόλη
δ) «φθαλικός ανυδρίτης»
χημ. δικυκλική αρωματική οργανική ένωση, εσωτερικός ανυδρίτης τού ορθο-φθαλικού οξέος που παρασκευάζεται με οξείδωση τού ναφθαλινίου ή τού ορθο-ξυλολίου από τον αέρα παρουσία οξειδίου τού βαναδίου ως καταλύτη.
[ΕΤΥΜΟΛ. < αγγλ. phthalic < na-phthalic (acid) < naphthaline < naphtha < νάφθα*].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • τερεφθαλικός — ή, ό, Ν φρ. «τερεφθαλικό οξύ» χημ. μονοκυκλική οργανική ένωση, αρωματικό δικαρβονικό οξύ, ισομερές προς το φθαλικό και το ισοφθαλικό οξύ. [ΕΤΥΜΟΛ. < αγγλ. terephthalic (acid) < tere bene (< τερέβινθος) + phthalic (βλ. φθαλικός)] …   Dictionary of Greek

  • φθαλίδιο — το, Ν χημ. δικυκλική αρωματική ένωση, λακτόνη τού ορθο υδροξυμεθυλοβενζοϊκού οξέος, ο σκελετός τής οποίας απαντά στα μόρια τών φθαλεϊνών. [ΕΤΥΜΟΛ. < αγγλ. phthalide < phthal (< phthalic, βλ. φθαλικός) + κατάλ. ide τής χημ. ορολογίας] …   Dictionary of Greek

  • φθαλαζίνη — η, Ν χημ. δικυκλική αζωτούχα αρωματική ένωση, ισομερής προς την κινολίνη, ένα άχρωμο, κρυσταλλικό στερεό που τήκεται στους 91° C και είναι αδιάλυτο στο νερό και διαλυτό στην αιθυλική αλκοόλη. [ΕΤΥΜΟΛ. < αγγλ. phthalazine < phthal (<… …   Dictionary of Greek

  • φθαλαμίδιο — το, Ν χημ. κυκλική αζωτούχα αρωματική οργανική ένωση, διαμίδιο τού φθαλικού οξέος, το οποίο χρησιμοποιείται ως χημικό ενδιάμεσο σε οργανικές συνθέσεις. [ΕΤΥΜΟΛ. < γαλλ. phtalamide < phtal (< phtalique, βλ. φθαλικός) + amide (βλ. αμίδια)] …   Dictionary of Greek

  • φθαλεΐνη — η, Ν χημ. συνοπτική ονομασία κυκλικών αρωματικών ενώσεων, παραγώγων τού τριφαινυλομεθανίου, οι οποίες προκύπτουν κατά την επίδραση φθαλικού ανυδρίτη σε μια φαινόλη. [ΕΤΥΜΟΛ. < αγγλ. phthalein < phthal (< phthal , βλ. φθαλικός) + κατάλ.… …   Dictionary of Greek

  • φθαλιμίδιο — το, Ν χημ. δικυκλική αζωτούχα αρωματική οργανική ένωση, γνωστή και με την πλήρη ονομασία της ορθο φθαλιμίδιο, ιμίδιο τού ορθοφθαλικού οξέος, που παρασκευάζεται με επίδραση αμμωνίας στον φθαλικό ανυδρίτη, εν θερμώ και υπό πίεση. [ΕΤΥΜΟΛ. < αγγλ …   Dictionary of Greek

  • φθαλοκυανίνη — η, Ν χημ. 1. συνοπτική ονομασία οργανικών χρωστικών υλών που προκύπτουν κατά την επίδραση στοιχείων μετάπτωσης, όπως είναι λ.χ. ο χαλκός ή το νικέλιο, στο φθαλονιτρίλιο 2. φρ. «χρώματα φθαλοκυανίνης» χημ. κατηγορία οργανικών χρωστικών υλών με… …   Dictionary of Greek

  • φθαλονιτρίλιο — το, Ν χημ. μονοκυκλική αρωματική οργανική ένωση, νιτρίλιο τού ορθο φθαλικού οξέος, γνωστό και ως ορθοδικυανο βενζόλιο. [ΕΤΥΜΟΛ. < αγγλ. phthalonitrile < phthal (< phthalic, βλ. φθαλικός) + nitrile (< νίτρο, βλ. νιτρίλια)] …   Dictionary of Greek

  • φθαλύλιο — το, Ν χημ. δισθενής οργανική ρίζα η οποία είναι δυνατόν να θεωρηθεί ότι προκύπτει από το μόριο τού φθαλικού οξέος, αν αφαιρεθούν από αυτό οι δύο ομάδες υδροξυλίου τών καρβοξυλίων του. [ΕΤΥΜΟΛ. < γαλλ. phthal < phtal (< phtalique, βλ.… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”