τερεφθαλικός — ή, ό, Ν φρ. «τερεφθαλικό οξύ» χημ. μονοκυκλική οργανική ένωση, αρωματικό δικαρβονικό οξύ, ισομερές προς το φθαλικό και το ισοφθαλικό οξύ. [ΕΤΥΜΟΛ. < αγγλ. terephthalic (acid) < tere bene (< τερέβινθος) + phthalic (βλ. φθαλικός)] … Dictionary of Greek
φθαλίδιο — το, Ν χημ. δικυκλική αρωματική ένωση, λακτόνη τού ορθο υδροξυμεθυλοβενζοϊκού οξέος, ο σκελετός τής οποίας απαντά στα μόρια τών φθαλεϊνών. [ΕΤΥΜΟΛ. < αγγλ. phthalide < phthal (< phthalic, βλ. φθαλικός) + κατάλ. ide τής χημ. ορολογίας] … Dictionary of Greek
φθαλαζίνη — η, Ν χημ. δικυκλική αζωτούχα αρωματική ένωση, ισομερής προς την κινολίνη, ένα άχρωμο, κρυσταλλικό στερεό που τήκεται στους 91° C και είναι αδιάλυτο στο νερό και διαλυτό στην αιθυλική αλκοόλη. [ΕΤΥΜΟΛ. < αγγλ. phthalazine < phthal (<… … Dictionary of Greek
φθαλαμίδιο — το, Ν χημ. κυκλική αζωτούχα αρωματική οργανική ένωση, διαμίδιο τού φθαλικού οξέος, το οποίο χρησιμοποιείται ως χημικό ενδιάμεσο σε οργανικές συνθέσεις. [ΕΤΥΜΟΛ. < γαλλ. phtalamide < phtal (< phtalique, βλ. φθαλικός) + amide (βλ. αμίδια)] … Dictionary of Greek
φθαλεΐνη — η, Ν χημ. συνοπτική ονομασία κυκλικών αρωματικών ενώσεων, παραγώγων τού τριφαινυλομεθανίου, οι οποίες προκύπτουν κατά την επίδραση φθαλικού ανυδρίτη σε μια φαινόλη. [ΕΤΥΜΟΛ. < αγγλ. phthalein < phthal (< phthal , βλ. φθαλικός) + κατάλ.… … Dictionary of Greek
φθαλιμίδιο — το, Ν χημ. δικυκλική αζωτούχα αρωματική οργανική ένωση, γνωστή και με την πλήρη ονομασία της ορθο φθαλιμίδιο, ιμίδιο τού ορθοφθαλικού οξέος, που παρασκευάζεται με επίδραση αμμωνίας στον φθαλικό ανυδρίτη, εν θερμώ και υπό πίεση. [ΕΤΥΜΟΛ. < αγγλ … Dictionary of Greek
φθαλοκυανίνη — η, Ν χημ. 1. συνοπτική ονομασία οργανικών χρωστικών υλών που προκύπτουν κατά την επίδραση στοιχείων μετάπτωσης, όπως είναι λ.χ. ο χαλκός ή το νικέλιο, στο φθαλονιτρίλιο 2. φρ. «χρώματα φθαλοκυανίνης» χημ. κατηγορία οργανικών χρωστικών υλών με… … Dictionary of Greek
φθαλονιτρίλιο — το, Ν χημ. μονοκυκλική αρωματική οργανική ένωση, νιτρίλιο τού ορθο φθαλικού οξέος, γνωστό και ως ορθοδικυανο βενζόλιο. [ΕΤΥΜΟΛ. < αγγλ. phthalonitrile < phthal (< phthalic, βλ. φθαλικός) + nitrile (< νίτρο, βλ. νιτρίλια)] … Dictionary of Greek
φθαλύλιο — το, Ν χημ. δισθενής οργανική ρίζα η οποία είναι δυνατόν να θεωρηθεί ότι προκύπτει από το μόριο τού φθαλικού οξέος, αν αφαιρεθούν από αυτό οι δύο ομάδες υδροξυλίου τών καρβοξυλίων του. [ΕΤΥΜΟΛ. < γαλλ. phthal < phtal (< phtalique, βλ.… … Dictionary of Greek